Ολέθρια «ευφυΐα»




Καθόμασταν στο καφενείο του νησιού και απολαμβάναμε το απογευματινό καφεδάκι μας. Η πόρτα άνοιξε και μπήκε ένας ηλικιωμένος άνθρωπος. Ήταν ξένος. Έμοιαζε με Ιάπωνα. Αφού τα αδιάκριτα βλέμματα όλων τον εξέτασαν εξονυχιστικά, τον καλέσαμε στο τραπέζι. Μετά από αρκετές αντιρρήσεις τον πείσαμε να κάτσει μαζί μας. Το πρόσωπο του ήταν γεμάτο ρυτίδες. Το βλέμμα του, απλανές. Φαινόταν ότι πονούσε, ότι είχε περάσει πολλά. Τον κεράσαμε ούζο, χαλάρωσε , μας άνοιξε την καρδιά του.

Άδικη στάθηκε η ζωή μαζί του. Καταγόταν από μια ιαπωνική πόλη τη Νακατζίμα . Είχε ζήσει μέσα στον πόλεμο. Αλλά ποτέ δεν περίμενε ότι θα επηρέαζε με τον πιο τραγικό τρόπο τη ζωή του.

Ήταν πρωί. Τίποτα δεν προοικονομούσε την καταστροφή . Και ξαφνικά η γη κουνήθηκε: ένας εκκωφαντικός θόρυβος τάραξε την καρδιά κάθε πλάσματος. Τι να ήταν; Να ήταν σεισμός;; Βγήκε έξω πανικοβλημένος.


Πάνω από τη Χιροσίμα είχε σχηματιστεί ένα τεράστιο σύννεφο σαν μανιτάρι. Για πολλές ώρες κανείς δεν ήξερε τι είχε συμβεί. Όλοι πίστευαν ότι είχε θυμώσει ο θεός με την ανθρώπινη ματαιοδοξία και έπαιρνε εκδίκηση ή ότι δεν άντεξε άλλο η φύση την ανθρώπινη υπερβολή και πήρε την απόφαση να αυτοκαταστραφεί. Όταν το αντίκρισε, δέος και τρόμος τον κυρίευσαν. Ένα τεράστιο γκρι πέπλο ξεκινούσε από τη γη και σηκωνόταν ψηλά. Σαν να ήθελε να φτάσει ως ένας άλλος πύργος της Βαβέλ στην κατοικία του θεού και να εισβάλει μέσα με κυριαρχικές διαθέσεις.


Άρχισε να κατευθύνεται προς την Χιροσίμα. Ολόκληρη η οικογένεια του ήταν εκεί. Είχαν πάει να επισκεφτούν την αδερφή του πατέρα. Αυτός έμεινε πίσω λόγω σχολικών υποχρεώσεων. Ήταν μόλις δέκα ετών παιδί και δεν ήξερε πού να πάει, τι να κάνει… Η αστυνομία δεν τον άφησε να απομακρυνθεί . Ούτε και αυτοί δεν ήξεραν ακόμα τι είχε γίνει. Λίγες ώρες αργότερα τα νέα διαδόθηκαν. Μια ατομική βόμβα ρίχτηκε πάνω στη Χιροσίμα και δεν άφησε τίποτα όρθιο. Όλοι μέσα στην πόλη, αλλά και κάτοικοι σε ακτίνα μερικών χιλιομέτρων, ήταν νεκροί.


Χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς, έφυγε. Περπατούσε και όσο πλησίαζε η ατμόσφαιρα γινόταν βαριά. Μύριζε θάνατο και πόνο. Κατεστραμμένα κτίρια, καμένα κορμιά, διαμελισμένα σώματα. Κάποτε άκουγε φωνές που ζητούσαν βοήθεια. Έτρεχε και αντίκριζε παραμορφωμένους ανθρώπους που η σάρκα τους είχε καεί και φαινόντουσαν τα κόκκαλα τους. Παραμορφωμένοι, σακατεμένοι , βαριά πληγωμένοι όσοι επέζησαν από την έκρηξη και την πυρκαγιά που ακολούθησε. Περίμεναν με ανυπομονησία και τον δικό τους θάνατο, που θα τους απάλλασσε από τον αβάσταχτο πόνο.


Όσο περισσότερο πλησίαζε διαπίστωνε ότι τίποτα γύρω του δεν είχε ζωή. Τα πάντα είχαν καεί , είχαν ισοπεδωθεί, είχαν εξαφανιστεί. Και ο ουρανός έστεκε αγέρωχος και γελούσε με την ανθρώπινη κατάντια. Και ο ήλιος πανέμορφος, δεν είχε αντιληφθεί τίποτα από την τραγωδία. Και η γη πονούσε, θρηνούσε , φώναζε για τα παιδιά της. Η «ευφυΐα» ενός όντος είχε προκαλέσει ολέθρια καταστροφή…

Συνέχισε να περπατά, να ψάχνει. Είχε την ελπίδα ότι θα έβρισκε τους δικούς του. Άκουσε μια φωνή.

«Άσα. Άσα… έλα Άσα.»

Ανατρίχιασε ολόκληρος . Τι ήταν αυτή η άμορφη μάζα που τον φώναζε με το όνομά του;

«Είμαι ο πατέρας Άσα.»
Ο πατέρας;! Χωρίς δέρμα , χωρίς σώμα, αργοπέθαινε πονώντας.

Έτρεξε κοντά του. Δεν μπορούσε να κλάψει. Δεν μπορούσε να τον αγκαλιάσει. Ανατρίχιαζε κάθε φορά που τον κοίταζε. Ας πέθαινε να γλιτώσει. Κι όμως , το ευχήθηκε μέσα του και ένιωσε τεράστιες ενοχές.

«Να είσαι δυνατός Άσα. Θα τα καταφέρεις», ήταν τα τελευταία του λόγια πριν ξεψυχήσει.

Σώθηκε με τον θάνατο από τον απερίγραπτο πόνο. Ησύχασε ο καημένος ο πατέρας. Ήρθαν κάποιοι στρατιωτικοί και τον πέταξαν πάνω σε ένα φορτηγό, όπου ήταν στοιβαγμένα και άλλα πληγωμένα σώματα. Τους έκαψαν όλους και η ατμόσφαιρα μύρισε καμένη σάρκα.


Ίσως εκεί ήταν και η μητέρα και τα δυο μικρότερα αδέρφια του. Δεν κατάφερε ποτέ να τους βρει…

Από τότε γυρνά από χώρα σε χώρα. Δεν έχει πατρίδα, δεν έχει οικογένεια, δεν έχει αισθήματα, μόνο ένα άδειο βλέμμα. Ήπιε άλλο ένα ποτήρι ούζο, μας ευχαρίστησε και έφυγε.

Κανείς μας δεν μιλούσε. Το δελτίο των οχτώ έδειχνε για μια ακόμα φορά τις αποτρόπαιες σκηνές με τα διαμελισμένα σώματα μικρών παιδιών ύστερα από έναν ακόμα βομβαρδισμό στη Συρία. Το σοκ της διήγησης του ηλικιωμένου Ιάπωνα έδωσε τη θέση του σε μια άλλη οδυνηρή διαπίστωση: παρακολουθούσαμε τους ανελέητους βομβαρδισμούς μέρες τώρα και αφού όλοι κατακρίναμε την επιπολαιότητα και τη βία, γυρίζαμε στις καθημερινές μας ενασχολήσεις με απάθεια. Ήταν κάτι που γινόταν μακριά και δεν μας άγγιζε, δεν μας ένοιαζε, δεν μπορούσαμε να βοηθήσουμε. Όμως, πώς είναι δυνατόν να αντιμετωπίζουμε με παγερή αδιαφορία την καταστροφή ανθρώπων και του περιβάλλοντος, από μία μικρή μερίδα ανθρώπων δήθεν ισχυρών; Η σκληρή σιωπή που είχε απλωθεί, δημιούργησε ένα ερώτημα που μας κλόνισε ως τα βάθη της ύπαρξής μας. Ερώτημα στο οποίο δεν τολμούσαμε να απαντήσουμε. Και αυτό ήταν : «Είμαστε άνθρωποι;!». Βαθιά μέσα μας γνωρίζαμε την ανατριχιαστική απάντηση… Ήμασταν άνθρωποι, δίχως ίχνος ανθρωπιάς!



Συντάκτης : Γιώτα Γρέκη
Εκπαιδευτικός, Ειδική Παιδαγωγός, Δασκάλα Γιόγκα, Εναλλακτική Θεραπεύτρια.


Ο κόσμος μας μπορεί να γίνει καλύτερος με μικρές καθημερινές αλλαγές!!


( Επιτρέπεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή (ολική, μερική ή αποσπασματική)  με την προϋπόθεση αναγραφής της πηγής προέλευσης.
Όσον αφορά στα ενυπόγραφα άρθρα επιτρέπεται η αναδημοσίευση ΜΟΝΟΝ κατόπιν αδείας του συγγραφέα.)


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τι είδους Έλληνας είσαι;

Ω ΓΕΝΝΑΙΑ ΨΥΧΗ!

Μοναχικός σημαίνει Μοναδικός