« Ο υπηρέτης του θεού»(Διήγημα)
Ο παπά Τάσος, ένας καλοθρεμμένος ιερέας πάντα χαμογελαστός και πάντα ευδιάθετος, εκείνη την ώρα κλείδωνε την εκκλησία της Παναγίας της Φανερωμένης στο απόμακρο ορεινό χωριό. Χρόνια πολλά υπηρετούσε σε αυτό το εκκλησάκι. Εξομολογούσε, πάντρευε, βάπτιζε, κήδευε, συμμετείχε σε όλες τις σημαντικές στιγμές των κατοίκων αυτού του απομονωμένου χωριού, αγόγγυστα, με πίστη και ευλάβεια στο λειτούργημα του. Όλοι τον σέβονταν, αλλά και τον φοβόντουσαν. Παράλληλα, εδώ και μια δεκαετία, προσπαθούσε να ξαναφτιάξει την εκκλησία που είχε καεί ολοκληρωτικά. Υπήρξε μια καταστροφική πυρκαγιά που είχε εξαπλωθεί από τους γνωστούς- αγνώστους καταστρέφοντας γη, σπίτια και δέντρα στο πέρασμά της. Μάζευε χρήματα, έκανε εράνους, ταξίδευε σε κοντινές πόλεις και παρακαλούσε τους κατοίκους να βοηθήσουν οικονομικά την αναπαλαίωση του ναού. Και όλοι έδιναν πρόθυμα , αλλά ο παπά Τάσος είχε μεγαλεπήβολα σχέδια και δεν είχε καταφέρει να κάνει πολλά πράγματα. Ο παπά Τάσος όμως είχε ένα ελάττωμα : αγαπούσε