« Ο υπηρέτης του θεού»(Διήγημα)



Ο παπά Τάσος, ένας καλοθρεμμένος ιερέας πάντα χαμογελαστός και πάντα ευδιάθετος, εκείνη την ώρα  κλείδωνε την εκκλησία της Παναγίας της Φανερωμένης στο απόμακρο ορεινό χωριό. Χρόνια πολλά υπηρετούσε σε αυτό το εκκλησάκι. Εξομολογούσε, πάντρευε, βάπτιζε, κήδευε, συμμετείχε σε όλες τις σημαντικές στιγμές των κατοίκων αυτού του απομονωμένου χωριού, αγόγγυστα, με πίστη και ευλάβεια στο λειτούργημα του. Όλοι τον σέβονταν, αλλά και τον φοβόντουσαν. Παράλληλα, εδώ και μια δεκαετία, προσπαθούσε να ξαναφτιάξει την εκκλησία που είχε καεί ολοκληρωτικά. Υπήρξε μια καταστροφική πυρκαγιά που είχε εξαπλωθεί από τους γνωστούς- αγνώστους  καταστρέφοντας γη, σπίτια και δέντρα στο πέρασμά της. Μάζευε χρήματα, έκανε εράνους, ταξίδευε σε κοντινές πόλεις και παρακαλούσε τους κατοίκους να βοηθήσουν οικονομικά την αναπαλαίωση του ναού. Και όλοι έδιναν πρόθυμα , αλλά ο παπά Τάσος είχε μεγαλεπήβολα σχέδια και δεν είχε καταφέρει να κάνει πολλά πράγματα.

Ο παπά Τάσος όμως είχε ένα ελάττωμα : αγαπούσε το χρήμα, την ύλη, την καλή ζωή. Και αυτό έπρεπε να το κρύβει, να υποκρίνεται μπροστά στους συγχωριανούς του. Έπρεπε να τους πείσει να δίνουν , να χαρίζουν μόνο στον θεό για να σωθούνε. Και οι αφελείς πιστοί, τον πίστευαν, έτρεχαν στην εκκλησία, χάριζαν, έβαζαν κεράκια , έριχναν στο παγκάρι του φτωχού, άδειαζαν τα κέρματά τους στον δίσκο που έβγαζε ο νεωκόρος στη μέση της Λειτουργίας, σαν ζητιάνος. Κι αυτά τα έκαναν για να εξαγοράσουν τη σωτηρία της ψυχής τους, να αποκτήσουν το «μεσαιωνικό συγχωροχάρτι» και να εξασφαλίσουν μια θέση στον ουράνιο παράδεισο , παρά τα ατοπήματα τους στη γη. Όσοι  ήθελαν να κάνουν και επίδειξη, έβγαζαν χαρτονομίσματα και ο νεωκόρος τούς έλουζε με τη φτηνή κολόνια. Και αν κάποιος τολμούσε και δεν έριχνε τίποτα, τον αγριοκοίταζαν τον άπιστο, τον υποκριτή, που ήρθε στον οίκο του θεού χωρίς να χαρίσει τίποτα... Κανείς τους όμως δεν έδωσε ένα πιάτο φαγητό στον γερό Ανέστη που ζούσε πάμφτωχος, ολομόναχος σε μια καλύβα…

 Και ο παπά Τάσος μέσα άκουγε τα κέρματα  να ηχούνε σαν χαρμόσυνες καμπάνες στα αυτιά του. Και ανυπομονούσε να τελειώσει, να αρπάξει τον δίσκο προτού τα μαζέψει ο νεωκόρος. Θα του έδινε και αυτού κάτι, αλλά ο παπά Τάσος σαν αρχηγός της αγέλης είχε μεγαλύτερα δικαιώματα. Και οι πιστοί έδιναν και ξανάδιναν για να φτιάξουν την εκκλησία τους. Είχε δει σε όραμα ο παπά Τάσος την ίδια την Παναγιά η οποία του είχε αποκαλύψει πως θα ήθελε τον νέο ναό της. Τα υλικά ήταν ακριβά και δυσεύρετα. Αλλά αγωνιζόταν και μοχθούσε ο καημένος να ολοκληρώσει τον ναό.

Στην αυλή τον περίμενε ο νεωκόρος.  Καθόταν προβληματισμένος και είχε στενάχωρη όψη. Ο παπά Τάσος βγήκε και του είπε με αγριάδα :
« Τι κάνεις εκεί; ».
«παπά Τάσο, θέλω να σου ζητήσω κάτι…».
«τι θές;».
« Να η Μυρτώ μου, το αγγελούδι μου, είναι άρρωστο. Πρέπει να κάνει επέμβαση, να την στείλουμε έξω σε γιατρούς , να την σώσουν».


Κρύος ιδρώτας τον έλουσε. Τι τον ένοιαζε αυτόν για το μυξιάρικό του…
«Δεν έχω χρήματα, παπά Τάσο, και έλεγα μήπως μου έδινες από αυτά που μαζεύεις για τον ναό. Θα τα επιστρέψω, δεν είμαι κλέφτης εγώ».
«Πως τολμάς;! Αυτά τα χρήματα δεν είναι δικά μου, είναι της Παναγιάς, είναι του ναού!».
«Σκέψου το λειτούργημα σου, σκέψου τον παράδεισο , σώσε ένα αθώο παιδί!».

Ο παπά Τάσος , έκανε μερικές βόλτες μέσα στην  αυλή. Ξεκλείδωσε την εκκλησία, μπήκε μέσα, φίλησε τις εικόνες, πήγε στο ιερό και έπειτα από μισή ώρα βγήκε. Ύστερα από πέντε λεπτά σιωπής μίλησε :
«Είμαι ιερέας, υπηρέτης του θεού, έχω ήδη μπει στον παράδεισο. Μίλησα με τον θεό. Το παιδί σου θα σωθεί. Θα το σώσω εγώ. Θα έρθω σπίτι σου να κάνω ένα ευχέλαιο, να προσευχηθούμε μαζί, να διαβάσω τη μικρή. Έπειτα θα κοιμηθεί στην εκκλησία για σαράντα νύχτες και το θαύμα θα γίνει και το παιδί σου θα σωθεί, χωρίς επέμβαση και ταλαιπωρίες. Έχε μου εμπιστοσύνη. Οι γιατροί θέλουν μόνο να τα παίρνουν. Έχουν καλομάθει με τα φακελάκια και μας σφάζουν, χωρίς λόγο σοβαρό. Το εύκολο χρήμα. Δεν τους φτάνει ο μισθός τους αλλά ταλαιπωρούν τον κοσμάκη και παίζουν με την υγεία του. Τίποτα δεν έχει το παιδί σου. Θα στο κάνω καλά και θα μου δώσεις ό,τι μπορείς γιατί σε καταλαβαίνω και συμπάσχω. Φτωχός άνθρωπος είμαι και εγώ, και ξέρω. Δείξε μου εμπιστοσύνη. Είμαι υπηρέτης του θεού. Ξέρω τι σου λέω. Τώρα φύγε από εδώ».

Ο νεωκόρος έφυγε. Σιχάθηκε τον παπά, σιχάθηκε την εκκλησία, σιχάθηκε την ψευτιά, την υποκρισία των ανθρώπων. Μα πιο πολύ από όλα σιχάθηκε τον ίδιο του τον εαυτό. Είχε πέσει θύμα του υλισμού και του εύκολου χρήματος. Δεχόταν με ευχαρίστηση την μικρή μερίδα χρημάτων που του άφηνε ο παπάς στην δίκαιη μοιρασιά.  Γι αυτό είχε διαπράξει μέγιστη ύβρη και ακολούθησε η νέμεση με έναν αμείλικτο τρόπο.  Επέστρεψε στο σπίτι  και γονάτισε στο δέντρο στην αυλή του. Εκεί αφού έκλαψε και άδειασε την μολυσμένη  ψυχή του, καθαρός και εξιλεωμένος προσευχήθηκε ειλικρινά, με πίστη και ευλάβεια, για τη σωτηρία του παιδιού του… Γιατί ο συμπαντικός θεός κατοικεί μέσα σε κάθε πλάσμα, ανεξαρτήτου θρησκείας και λατρευτικού χώρου. Είναι ο καθοδηγητής μας και ο σύμβουλός μας στη ζωή. Η ζωή μας περιστρέφεται γύρω του, στη γνωριμία και στην αποδοχή του , ώστε να γίνουμε καλύτεροι Αν -θρωποι.


Διαβάστε επίσης:



Συντάκτης : Γιώτα Γρέκη
Εκπαιδευτικός, Ειδική Παιδαγωγός, Δασκάλα Γιόγκα, Εναλλακτική Θεραπεύτρια.



Ο κόσμος μας μπορεί να γίνει καλύτερος με μικρές καθημερινές αλλαγές!!


( Επιτρέπεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή (ολική, μερική ή αποσπασματική) με την προϋπόθεση αναγραφής της πηγής προέλευσης.

Όσον αφορά στα ενυπόγραφα άρθρα επιτρέπεται η αναδημοσίευση ΜΟΝΟΝ κατόπιν αδείας του συγγραφέα.)




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τι είδους Έλληνας είσαι;

Ω ΓΕΝΝΑΙΑ ΨΥΧΗ!

Μοναχικός σημαίνει Μοναδικός